- ἐναλλασσομένους
- ἐναλλάσσωexchangepres part mp masc acc plἐναλλάσσωexchangepres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακί — Κοινή ονομασία του προπίθηκου Lemur catta, που είναι διαδεδομένος στη Μαδαγασκάρη. Οι μ. έχουν τις διαστάσεις μιας μεγάλης γάτας. Το ρύγχος τους είναι μακρύ, όπως της αλεπούς, το στόμα τους είναι εφοδιασμένο με 36 δόντια, τα μάτια είναι πολύ… … Dictionary of Greek
ομοιοκαταληξία — Ταυτότητα ήχων μεταξύ δύο ή περισσότερων λέξεων, μετά την τονιζόμενη συλλαβή. Γενικά, ο όρος αναφέρεται σε λέξεις που βρίσκονται στο τέλος δύο συνεχόμενων ή γειτονικών στίχων. Οι ο. λέγονται οξύτονες ή καταληκτικές, παροξύτονες και προπαροξύτονες … Dictionary of Greek
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μπασάνο — I (Bassano). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Κορσικανών φιλελλήνων. 1. Αντόνιο (; – Ναύπλιο 1836). Όταν άρχισε η Ελληνική Επανάσταση ήρθε στην Ελλάδα και διορίστηκε διοικητής μικρού πολεμικού στόλου στον Αμβρακικό και στον Κορινθιακό κόλπο.… … Dictionary of Greek